μάντεων

μάντεων
μάντεω̆ν , μάντις
diviner
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… …   Dictionary of Greek

  • τελλιάδες — Μυθολογικό γένος μάντεων από την Ηλεία. Οι σπουδαιότεροι ήταν ο Ηγησίστρατος και ο Τελλίας. Ο τελευταίος λίγο πριν από την περσική εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας, βοήθησε πολλές φορές τους Φωκαείς στους αγώνες τους εναντίον των Θεσσαλών. Σύμφωνα …   Dictionary of Greek

  • вълсвьникъ — ВЪЛСВЬНИК|Ъ (1*), А с. То же, что вълхвъ: Главизна ·к҃· о отъстѹпьницѣхъ… и вълсвьницѣхъ. и звѣздьницѣхъ. (περὶ... μάντεων) КЕ XII, 10б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • GALEOTAE — I. GALEOTAE Graece Γαλεῶται, Steph. μάντεως εἶδος Σικελῶν, Vates quidam in Sicilia: portentorum Interpretes sollertissimi: quibusdam dicti videntur ab animali cognomine, Stellione Latinis, Plin, l. 30. c. 10. quoniam nullum animal frandulentius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SORTES — Oracula dicebantur. Ciceto de Divin. l. 1. c. 6. Quae est autem gens, quae Civitas, quae non aut extis pecudum, aut monstra, aut fulgura interpretantium, aut Augurum, aut Astrlogorum, aut Sortium, (ea enim fere Artis sunt) praedictione, moneatur? …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θυηπολώ — θυηπολῶ, έω (Α) [θυηπόλος] 1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος* 2. (μτθ.) θυσιάζω κάτι («γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῑν», Σοφ. 3. παθ. θυηπολούμαι γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ ἄστυ μάντεων ὕπο» η… …   Dictionary of Greek

  • μαντιάρχης — και μαντίαρχος, ὁ (Α) (στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + άρχης / αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • μυστάδης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδός τι, καὶ φατρία μάντεων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + κατάλ. άδης (πρβλ. αλι άδης, ρηχ άδης)] …   Dictionary of Greek

  • νεβρίδα — η (Α νεβρίς, ῑδος και ίδος) το δέρμα τού νεβρού, τού νεογνού τού ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.) νεοελλ. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών τής οικογένειας τών συαινιδών αρχ. το δέρμα τού νεαρού ελαφιού, ιδίως ως… …   Dictionary of Greek

  • ορφισμός — Νεότερη, συμβατικά πλασμένη ονομασία που έχει δοθεί σε μια ελληνική θρησκευτική τάση, η οποία φαίνεται να διακρίνεται, και μερικές φορές εξαιτίας αντίθετης θέσης, από τα ιδεολογικά και πνευματικά σχήματα της κλασικής θρησκείας της αρχαίας Ελλάδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”